- επιπορπούμαι
- ἐπιπορποῡμαι, -άομαι (Α) [πόρπη]1. στερεώνω φόρεμα με πόρπη2. συνεκδ. χρησιμοποιώ κάτι ως φόρεμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιπόρπημα — ἐπιπόρπημα, τὸ (Α) [επιπορπούμαι] 1. ένδυμα που πορπώνεται, στερεώνεται με πόρπη στους ώμους, επενδύτης, είδος πανωφοριού 2. μανδύας, ενδυμασία κιθαρωδού 3. στολίδι τής πόρπης από χρυσό, άργυρο ή πολύτιμο λίθο … Dictionary of Greek